στοναχώ

στοναχώ
-έω, Α [στοναχή]
1. στενάζω, θρηνώ με στεναγμούς
2. (σχετικά με θάλασσα) βουίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στοναχῶ — στοναχέω groan pres subj act 1st sg (attic epic doric) στοναχέω groan pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστοναχώ — ἐπιστοναχῶ, έω (Α) (για το κύμα) επιστένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στοναχώ «στενάζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταστοναχώ — καταστοναχῶ, έω (Α) θρηνώ κάποιον στενάζοντας, κλαίω με αναστεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στοναχῶ «κλαίω με αναστεναγμούς»] …   Dictionary of Greek

  • περιστεναχώ — έω, Α αντηχώ ολόγυρα, αντιλαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στεναχῶ, άλλος τ. τού στοναχῶ «αναστενάζω, βουίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιστοναχώ — έω, Α 1. αναστενάζω γύρω από κάποιον, θρηνώ 2. αντηχώ ολόγυρα, βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στοναχῶ, επικ. τ. τού στενάχω] …   Dictionary of Greek

  • στεναχίζω — και επικ. τ. στοναχίζω Α 1. στενάζω 2. (μτβ.) θρηνώ («οὐδ ἔτι κεῑνον ὀδυρόμενος στεναχίζω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενάχω / στεναχῶ + κατάλ. ίζω. Ο τ. στοναχίζω κατά τον φωνηεντισμό τών στοναχή / στοναχῶ] …   Dictionary of Greek

  • στεναχώ — έω, Α στοναχῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενάχω, κατά τα συνηρημένα σε έω, ῶ (πρβλ. ἰάχω: ἰαχῶ)] …   Dictionary of Greek

  • στονάχησις — ήσεως, ἡ, Μ [στοναχῶ] στοναχή, στεναγμός …   Dictionary of Greek

  • συστοναχώ — έω, Α (ποιητ. τ.) συστενάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στοναχῶ «αναστενάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”